ομολογια

ομολογια
    ὁμολογία
    ὁμο-λογία
    ион. ὁμολογίη ἥ
    1) соглашение, договоренность, условие
    

αἱ τῶν ὀνομάτων ὁμολογίαι Plat. — договоренность относительно (значений) слов;

    παρὰ τὰς ὁμολογίας Plat. — вопреки договорным условиям

    2) договор о капитуляции, капитуляция
    

(ὁμολογίᾳ τέν ἀκρόπολιν παραδοῦναι Thuc.)

    3) согласие, допущение, признание
    

(ὑπέρ τινος Plat.)

    κατὰ τέν ἐμέν ὁμολογίαν Plat. — по моему (собственному) признанию

    4) (у стоиков) соответствие с природой, (идеальная) гармоничность
    

(παντὸς τοῦ βίου Diog.L.)

    5) исповедование
    

(τινός и εἴς τι NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ομολογια" в других словарях:

  • ὁμολογία — ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc/acc dual ὁμολογίᾱ , ὁμολογία agreement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

  • ὁμολογίᾳ — ὁμολογίαι , ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομολογία — η 1. η αποδοχή ενοχής, συμφωνία, συναίνεση, παραδοχή: Κατά γενική ομολογία το έργο ήταν ωραίο. 2. φρ., «ομολογία πίστεως», αποδοχή ορισμένου θρησκευτικού δόγματος. 3. (οικον.), γραφτός πιστωτικός τίτλος, που δείχνει πως ο κάτοχος δάνεισε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαίρετη ομολογία — Βλ. λ. ομολογία …   Dictionary of Greek

  • Αυγουστιαία Ομολογία — (Confessio Augustana). Ομολογία της Λουθηρανικής Εκκλησίας, που συντάχτηκε με εντολή του αυτοκράτορα Κάρολου Ε’, στο συνέδριο της 8ης Απριλίου 1530 στην πόλη Αυγούστα. Συντάκτης της ήταν ο Μελάγχθων και άλλοι θεολόγοι, σε συνεννόηση με τον… …   Dictionary of Greek

  • ὁμολογίας — ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem acc pl ὁμολογίᾱς , ὁμολογία agreement fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογίαι — ὁμολογία agreement fem nom/voc pl ὁμολογίᾱͅ , ὁμολογία agreement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογίαν — ὁμολογίᾱν , ὁμολογία agreement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογιᾶν — ὁμολογία agreement fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογιῶν — ὁμολογία agreement fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»